Κυριακή 6 Μαΐου 2018

Περί αποφυγής της τεκνογονίας, Του Παναγιώτη Μακρή



Το παρακάτω άρθρο γράφτηκε με σκοπό να απαντήσει σε διάφορες νεορθόδοξες-νεονικολαϊτικές απόψεις που κυκλοφορούν σχετικά με την αποφυγή της τεκνογονίας από τα Ορθόδοξα ζευγάρια.
Προσπαθώντας ορισμένοι να δικαιολογήσουν την αποφυγή τεκνογονίας προβάλλουν το επιχείρημα ότι οι Πατέρες ποτέ δεν ασχολήθηκαν με το εν λόγω θέμα καθώς, το τι κάνει ο καθένας στο κρεβάτι του είναι δικό του θέμα.
Αρχικά θα απαντήσουμε ότι πράγματι μπορεί άμεσα οι Πατέρες να μην ασχολήθηκαν με το εν λόγω θέμα (αν και ορισμένοι που θα αναφέρουμε στην συνέχεια ασχολήθηκαν), όμως τόσο η στάση τους όσο και έμμεσα αυτά που προκύπτουν από την Θεολογία τους είναι υπέρ αρκετά για να μας ξεκαθαρίσουν το εν λόγω ζήτημα...
Ξεκινώντας εν αρχή θα αναφέρω από το βιβλίο «Η θεραπευτική των πνευματικών νοσημάτων – Εισαγωγή στην ασκητική παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας» του JEAN CLAUDE LARCHET[1] όπου εκεί αναφέρονται τα εξής: «Πριν από κάθε άλλη θεώρηση, πρέπει να διευκρινίσουμε με σαφήνεια ότι η χρήση της σεξουαλικότητας δεν είναι, με κανένα τρόπο και πουθενά, έμφυτη στην ανθρώπινη φύση και εμφανίζεται στην ανθρωπότητα μόνο ως συνέπεια του αμαρτήματος των πρώτων γονέων μας. Μόνο αφού αποστράφηκαν το Θεό, ο Αδάμ και η Εύα, επεθύμησαν ο ένας τον άλλο και ενώθηκαν σεξουαλικά, διδάσκουν οι Πατέρες αναφερόμενοι στις ενδείξεις της Αγίας Γραφής (πρβλ. Γέν. 3, 16· 4, 1). Να γιατί ο Αγιος Ιωάννης Δαμασκηνός προσδιορίζει: “Η παρθενία άνωθεν και εξ αρχής εφυτεύθη τη φύσει των ανθρώπων εκ παρθένου γαρ γης ο άνθρωπος πεπλαστούργηται, εκ μόνου Αδάμ η Εύα έκτισται, εν παραδείσω παρθενία επολιτεύετο [...] ότε δια της παραβάσεως θάνατος εις τον κόσμον εισήλθε, τότε έγνω Αδάμ την γυναίκα αυτού και συνέλαβε και εγέννησε”. Παρόμοια διδάσκει ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: “Μετά την παρακοήν, μετά την έκπτωσιν την εκ του παραδείσου, Αδάμ έγνω Εύαν την γυναίκα αυτού. Προ γαρ της παρακοής αγγελικόν εμιμούντο βίον [...]. Ώστε εξ αρχής και εκ προοιμίων τα της παρθενίας αρχήν ελάμβανε” [Οι Πατέρες διαβεβαιώνουν ότι αν οι άνθρωποι είχαν παραμείνει στην αρχέγονη (προπτωτική) κατάσταση, ο Θεός με άλλο τρόπο, μη σεξουαλικό, θα προέβλεπε το “αυξάνεσθε και πληθύνεσθε” αυτών (βλέπε ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Quaestiones et dubia, 1, 3. Περί αποριών, 41, PG 91, 1309Α). Το γεγονός ότι, κατά τη δημιουργία, τους εφοδίασε με αναπαραγωγικά όργανα, ήταν συνέπεια ότι προέβλεπε τις ανάγκες που θα προέκυπταν από την πτώση τους, την οποία προγνώριζε χωρίς να προ(καθ)ορίζει. Επίσης, κατ' αυτό τον τρόπο, η παρθενία δεν θα επιβαλλόταν στους πρωτόπλαστους εκ φύσεως, αλλά θα ερχόταν ως αποτέλεσμα προσωπικής επιλογής τους, που θα τους έδινε δύναμη και αξία (βλέπε ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Περί παρθενίας, 17. Γένεσις-ομιλία, 18, 4)]. Στην κατάσταση της ανθρωπότητας που ακολουθεί την πτώση των προπατόρων, κανόνας τελειότητας παραμένει η παρθενία. Εν τούτοις, η χρήση της σεξουαλικότητας στο πλαίσιο του γάμου με κανένα τρόπο και πουθενά δεν καταδικάζεται: επιτρέπει τη διαιώνιση του ανθρώπινου γένους στη νέα κατάσταση που βρίσκεται και για το λόγο αυτό ευλογείται από το Θεό (πρβλ. Γέν. 9, 7).».
Έχοντας σαν οδοδείκτη τα παραπάνω μπορούμε εύκολα να εξάγουμε
το συμπέρασμά μας.
Ξεκινώντας λοιπόν αναφέρουμε ότι αρχικά «εν παραδείσω παρθενία επολιτεύετο», οι πρωτόπλαστοι δεν δημιουργήθηκαν με σκοπό να έχουν οποιαδήποτε σαρκική σχέση αλλά μόνο πνευματική σχέση. Συνεπώς ο Θεός επιθυμεί από τους ανθρώπους την παρθενία και όχι οποιαδήποτε σαρκική σχέση μεταξύ τους η οποία αντιστρατεύεται στο θέλημα Του, αυτό θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε το κατ’ ακρίβεια θέλημα του Θεού. Εν τούτοις με τη πτώση των πρωτόπλαστων ο Θεός όντας Πάνσοφος και γνωρίζοντας την ανθρώπινη αδυναμία οικονόμησε (Θεία οικονομία) ως εξής: επέτρεψε στους ανθρώπους τη μη φυσιολογική σαρκική σχέση υπό την προϋπόθεση όμως ότι αυτή θα γίνεται προς ικανοποίηση του Θείου θελήματος. Ποιο ήταν αυτό το Θείο θέλημα; Ήταν αυτό το οποίο αναφέρεται στο Γένεσις 1,28 «αξνεσθε κα πληθνεσθε κα πληρσατε τν γν κα κατακυριεσατε ατς».
Προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι η οποιαδήποτε σαρκική σχέση πρέπει να αποσκοπεί προς την ικανοποίηση αυτού του Θείου θελήματος. Συνεπώς η οποιαδήποτε χρήση μέσων προς αποφυγή της τεκνογονίας αντιστρατεύεται στο Θείο θέλημα, στην Θεία εντολή που δόθηκε από το Θεό στους ανθρώπους. Ο άνθρωπος ο οποίος χρησιμοποιεί μέσα για αποφυγή της τεκνογονίας καταργεί τη Θεία εντολή του «α
ξνεσθε κα πληθνεσθε». Επομένως η σαρκική σχέση του, που θα έχει μόνο σαν στόχο τη προσωπική σεξουαλική του ικανοποίηση και δεν θα αποσκοπεί στην ικανοποίηση του Θείου θελήματος, θα εμπεριέχει εγωισμό και για αυτό το λόγο είναι καταδικαστέα.
Προς απλούστευση και κατανόηση των παραπάνω το εξηγούμε και με τον εξής τρόπο: ο άνθρωπος ο οποίος επιλέγει την παρθενία ικανοποιεί το θέλημα του Θεού καθότι το θέλημά του ταυτίζεται με το θέλημα του Θεού που επιθυμεί την αποφυγή των σαρκικών απολαύσεων. Ωστόσο, ο άνθρωπος ο οποίος επιλέγει τη σαρκική σχέση έρχεται μπορούμε να πούμε σε μια συμφωνία με το Θεό, δηλαδή του επιτρέπεται να ικανοποιήσει το δικό του θέλημα υπό την προϋπόθεση όμως, ότι αυτή του η πράξη θα αποσκοπεί και στην ικανοποίηση του Θείου θελήματος. Εξάγεται το συμπέρασμα λοιπόν, ότι ο άνθρωπος ο οποίος χρησιμοποιεί μέσα για να αποφύγει τη τεκνογονία δεν τηρεί την προϋπόθεση προκειμένου να πραγματοποιήσει αυτή την πράξη, ο άνθρωπος ο οποίος χρησιμοποιεί μέσα για να αποφύγει τη τεκνογονία διαχωρίζει τι θέση του από το Θεό, αποβάλει το θέλημα Του από την πράξη την οποία πρόκειται να κάνει και κατά συνέπεια σπάει αυτή τη συμφωνία μεταξύ αυτού και του Θεού.
Ας σωπάσουν λοιπόν όλες οι φωνές οι οποίες προσπαθούν να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα.
Απαράδεκτη λοιπόν είναι και η στάση ορισμένων πιστών οι οποίοι θεωρούνε ότι χάριν οικονομίας μπορούνε να αποφύγουν τη τεκνογονία και των πνευματικών που τους συμβουλεύουν να το κάνουν αυτό. Η οικονομία γίνεται όχι σε περιπτώσεις αδυναμίας όπως κακώς εννοούν ορισμένοι, αλλά σε περίπτωση που δεν μπορεί να εφαρμοστεί η ακρίβεια λόγω κάποιου προβλήματος. Παράδειγμα, κάποιος πιστός που δεν τηρεί τις νηστείες, πρόφαση αδυναμίας δεν μπορεί να επικαλεστεί, ισχυριζόμενος οικονομία, ούτε ο πνευματικός του πρέπει να τον συμβουλεύει έτσι, διδάσκοντάς τον λανθασμένα ότι δηλαδή η Εκκλησία επιτρέπει την υποχώρηση και την επιλογή του κακού. Ο μακαριστός γέρων Παΐσιος έλεγε τα εξής : «Οι Δυτικοί έχουν μία ώρα νηστεία πριν από την Θεία Κοινωνία. Θα πάμε κι εμείς με αυτό το πνεύμα; Να ευλογούμε τις αδυναμίες μας, τις πτώσεις μας;
Δεν έχουμε δικαίωμα για τις αδυναμίες μας να κάνουμε έναν Χριστιανισμό στα μέτρα μας;»
[2]. Η Οικονομία όπως είπαμε εφαρμόζεται στη περίπτωση αδυναμίας εφαρμογής της ακρίβειας. Στο παράδειγμα για τη νηστεία οικονομία εφαρμόζεται σε όσους λόγω ασθένειας αδυνατούν να τηρήσουν τις καθορισμένες από την Εκκλησία νηστείες.
Ερωτούν κάποιοι τι γίνεται στην περίπτωση που το ζευγάρι λόγω προβλημάτων (π.χ οικονομικών) δεν θέλει να συνεχίζει να κάνει παιδιά;
Η απάντηση είναι απλή εφαρμόζει πλέον το κατ’ ακρίβεια θέλημα του Θεού, δηλαδή πλέον οι σύζυγοι ζούνε σε κατάσταση λευκού γάμου. Αυτό εξάγεται ως συμπέρασμα και από το βίο των Αγίων μας. Ο μακαριστός πατέρας Σεραφείμ της Βύριτσα σε κοινή συμφωνία με τη γυναίκα του άρχισαν να ζούνε σαν αδέλφια μετά το θάνατο της κόρης τους. Σε αυτό το αγωνιστικό πνεύμα πρέπει να κινούνται οι Χριστιανοί.
Μα αν κάποιος δεν έχει τι δύναμη να ζήσει σε τέτοια κατάσταση;
Αυτός ας συνεχίσει τότε να έχει κανονικές σχέσεις με τη γυναίκα του και τα υπόλοιπα ας τα αφήσει στο Θεό που γνωρίζει καλύτερα και από τον ίδιο τον άνθρωπο τις ανάγκες του.
Αναφέρουμε ενδεικτικώς πως στο βιβλίο «Ανθολόγιο Συμβουλών»[3] ο γέρων Πορφύριος φαίνεται ως υποστηρικτής της θέσης που μόλις εκφράσαμε.
Τέλος, αναφέρουμε ενδεικτικά μια περίπτωση κατά την οποία θα μπορούσε να εφαρμοστεί οικονομία η οποία εξάγατε διαβάζοντας το προαναφερόμενο βιβλίο, όπου ένα ζευγάρι είχε αδυναμία να αποκτήσει παιδί και ο γέρων Πορφύριος το δικαιολόγησε λέγοντας: «δεν τους έδωσε παιδί (ο Θεός), για να μην είναι δυστυχισμένο.».
Επομένως μόνο σε περίπτωση που ο πνευματικός μπορεί να διακρίνει ανωριμότητα μεταξύ του ανδρόγυνου και κατά συνέπεια ακαταλληλότητα στο να μεγαλώσουν φυσιολογικά τα παιδιά τους θα μπορούσε να εφαρμοστεί χωρίς δεύτερη σκέψη η Οικονομία.



[1]  Ο Jean Claude Larchet γεννήθηκε το 1949 στη βορειοανατολική Γαλλία. Διδάκτωρ Φιλοσοφίας και διδάκτωρ Θεολογίας του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου, είναι συγγραφέας δεκαπέντε βιβλίων και πολυάριθμων άρθρων που αφορούν τη θεολογία και την πνευματικότητα των Πατέρων της Εκκλησίας, τα οποία μεταφράστηκαν σε δώδεκα γλώσσες. Θεωρείται ως ένας από τους κορυφαίους Ορθόδοξους πατρολόγους και ένας σημαντικός εκφραστής της Ορθοδοξίας στην Ευρώπη. Ζει και εργάζεται ως καθηγητής στη Γαλλία. Διευθύνει, σε δύο γαλλικούς εκδοτικούς οίκους, μία συλλογή βιβλίων αφιερωμένων σε σύγχρονους πνευματικούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονται ο γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, ο γέροντας Παϊσιος, ο γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, ο γέροντας Χαράλαμπος, ο γέροντας Πορφύριος. Πηγή: http://www.oodegr.com/index.htm
[2] ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ΛΟΓΟΙ Α', ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 1998
[3] Εκδόσεις Μεταμόρφωση του Σωτήρος Μήλεσι Αττικής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...